- προαιρούμαι
- προαιροῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, -ούμαι]επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» — δώστε ό,τι επιθυμείτεβ. «όπως προαιρούνται» — όπως επιθυμούνγ. «ὁ ακρατὴς ἐπιθυμῶν μὲν πράττει, προαιρούμενος δ' οὔ», Αριστοτ.)αρχ.1. (και το ενεργ.) προαιρῶ, -έωα) παίρνω κάτι και τό φέρνω έξω και, ειδικότερα, εξάγω μέρος από ένα αποταμιευμένο σύνολο προκειμένου να τό χρησιμοποιήσω («προαιρούσαις λαβεῑν ἄλφιτον», Αριστοφ.)β) παίρνω κάτι πριν από κάποιον άλλο2. (το μέσ.) α) αφαιρώ, ξεχωρίζω κάτι για τον εαυτό μουβ) αλλάζω θέση σε κάτι, τό μετακινώ, τὸ μετατοπίζωγ) εκλέγω προηγουμένωςδ) προτιμώ («τοῡ παρόντος κινδύνου τόν μέλλοντα προαιρεῑσθαι», Ηρωδιαν.)ε) έχω σκοπό ή σκέπτομαι να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.